Επίκαιρο ποίημα του Γ Σουρή που γράφτηκε το 1902 με σκοπό να σχολιάσει τα κακός κείμενα της τότε εποχής. Φαντάζομαι
ότι ο ποιητής δεν περίμενε ούτε και ο ίδιος πως μετά από 100+ χρόνια ότι τα λόγια του θα ήταν τόσο πολύ επίκαιρα. Ελπίζω μετά από 100 χρόνια το 2113 δηλαδή μη βρεθεί κάποιος blogger ή ότι άλλο θα έχουν εκείνη την εποχή και κάνει αναδημοσίευση αυτό το post γιατί θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας σαν Λαός.
(όχι ότι δεν είμαστε)
Στο παρακάτω Video το ακούμε μελοποιημένο από τον Γιάννη Ζουγανέλη
Ποίηση: Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Μουσική - Ερμηνεία: Γιάννης Ζουγανέλης
Συμμετέχουν: Γιάννης Κούτρας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μίλτος Πασχαλίδης
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
(όχι ότι δεν είμαστε)
Στο παρακάτω Video το ακούμε μελοποιημένο από τον Γιάννη Ζουγανέλη
Ποίηση: Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Μουσική - Ερμηνεία: Γιάννης Ζουγανέλης
Συμμετέχουν: Γιάννης Κούτρας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μίλτος Πασχαλίδης
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου